- ξαναρχομός
- επάνοδος, επανάκαμψη, επιστροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + ερχομός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαναστροφή — η 1. επιστροφή, ξαναγύρισμα, γυρισμός, ξαναρχομός. 2. (φιλοσ.), ανακύκλωση, παλιγγενεσία. 3. (ιατρ.), η κατάσταση ιστού ή οργάνου που ξαναγυρίζει σε προηγούμενα στάδια της εξέλιξής του. 4. (χημ.), το φαινόμενο της σύμπτυξης απλών σακχάρων σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)